γαυριώ — γαυριῶ ( άω) (AM) [γαύρος] 1. υπερηφανεύομαι, καμαρώνω (α. «ὥσπερ ἵπποις γαυριῶσι καὶ φρυαττομένοις πρὸς τοὺς ἀγῶνας» άλογα που καμαρώνουν και φρουμάζουν για να πάρουν μέρος στους αγώνες, Πλούτ. β. «ἐγαυριῶντο ἐπὶ ξίφεσιν», ΠΔ 2. είμαι γεμάτος,… … Dictionary of Greek
Γαυρίω — Γαύριον neut nom/voc/acc dual Γαύριον neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαυριάζω — 1. (για ανθρώπους και ζώα) κατέχομαι από σφοδρή σαρκική ορμή, βαρβατεύω 2. γαυριώ*, καμαρώνω 3. εκδηλώνω όλη μου τη ζωτικότητα για να πετύχω κάτι 4. εξαγριώνομαι, μαίνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. γαυριώ, με μεταπλασμό κατά τα εις ζω (πρβλ. ρουφίζω… … Dictionary of Greek
γαυρίαμα — το (Α γαυρίαμα) [γαυριώ] 1. εκείνο για το οποίο καυχάται κάποιος, το καύχημα αρχ. έπαρση, αλαζονεία … Dictionary of Greek
γαυρίζω — εξαγριώνομαι, μαίνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αόρ. τού γαυριώ κατ άλλους γαυρίζω < γαύρα] … Dictionary of Greek
επιγαυριώ — ἐπιγαυριῶ, άω (Α) χαίρομαι υπερβολικά για κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + γαυριώ «υπερηφανεύομαι, καυχώμαι» (< γαύρος «υπερήφανος αυθάδης»)] … Dictionary of Greek
κορυπτιώ — κορυπτιῶ, άω (Α) (κατά τον Ησύχ.) «γαυριῶ», υπερηφανεύομαι, καμαρώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού κορύπτω κατά τα εφετικά ρ. σε ιῶ] … Dictionary of Greek
συγγαυριώ — όω, Α περηφανεύομαι, καμαρώνω και εγώ μαζί με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + γαυριῶ «περηφανεύομαι, καμαρώνω» (< γαῦρος «καμαρωτός, περήφανος»)] … Dictionary of Greek
ψηρτώ — και ψηρτιῶ, άω, Α (κατά τον Στέφ. Βυζ.) «γαυριῶ» … Dictionary of Greek